- ερημωτής
- ο (Α ἐρημωτής) [ερημώνω]αυτός που ερημώνει, που καταστρέφει, ο εξολοθρευτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρημωτής — desolator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημωτάν — ἐρημωτά̱ν , ἐρημωτής desolator masc acc sg (epic doric aeolic) ἐρημωτής desolator masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημωτικός — ἐρημωτικός, ή, όν (Α) [ερημωτής] καταστρεπτικός, αφανιστικός, ολέθριος … Dictionary of Greek